ρεπατζής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | ρεπατζής | οι | ρεπατζήδες |
| γενική | του | ρεπατζή | των | ρεπατζήδων |
| αιτιατική | τον | ρεπατζή | τους | ρεπατζήδες |
| κλητική | ρεπατζή | ρεπατζήδες | ||
| Κατηγορία όπως «μπαλωματής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
ρεπατζής (θηλυκό ρεπατζού)
- αυτός του οποίου η εργασία είναι να δουλεύει στη θέση άλλων εργαζομένων, όταν οι άλλοι παίρνουν ρεπό
- (μεταφορικά) ο αναπληρωματικός
Μεταφράσεις
ρεπατζής
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.