ρελές

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ρελές οι ρελέδες
      γενική του ρελέ των ρελέδων
    αιτιατική τον ρελέ τους ρελέδες
     κλητική ρελέ ρελέδες
Κατηγορία όπως «καφές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ρελές < γαλλική relais

Ουσιαστικό

ρελές αρσενικό

  •  δείτε τη λέξη ρελέ

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.