ραδιοπειρατικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ραδιοπειρατικός η ραδιοπειρατική το ραδιοπειρατικό
      γενική του ραδιοπειρατικού της ραδιοπειρατικής του ραδιοπειρατικού
    αιτιατική τον ραδιοπειρατικό τη ραδιοπειρατική το ραδιοπειρατικό
     κλητική ραδιοπειρατικέ ραδιοπειρατική ραδιοπειρατικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ραδιοπειρατικοί οι ραδιοπειρατικές τα ραδιοπειρατικά
      γενική των ραδιοπειρατικών των ραδιοπειρατικών των ραδιοπειρατικών
    αιτιατική τους ραδιοπειρατικούς τις ραδιοπειρατικές τα ραδιοπειρατικά
     κλητική ραδιοπειρατικοί ραδιοπειρατικές ραδιοπειρατικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ραδιοπειρατικός < ραδιοπειρατεία + -ικός

Επίθετο

ραδιοπειρατικός, -ή, -ό,

  • (τεχνολογία): ο σχετικός με ραδιοπειρατεία

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.