ραδιολογικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ραδιολογικός η ραδιολογική το ραδιολογικό
      γενική του ραδιολογικού της ραδιολογικής του ραδιολογικού
    αιτιατική τον ραδιολογικό τη ραδιολογική το ραδιολογικό
     κλητική ραδιολογικέ ραδιολογική ραδιολογικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ραδιολογικοί οι ραδιολογικές τα ραδιολογικά
      γενική των ραδιολογικών των ραδιολογικών των ραδιολογικών
    αιτιατική τους ραδιολογικούς τις ραδιολογικές τα ραδιολογικά
     κλητική ραδιολογικοί ραδιολογικές ραδιολογικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ραδιολογικός < ραδιολογ(ία) + -ικός

Επίθετο

ραδιολογικός, -ή, -ό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.