ραδιοκαίσιο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ραδιοκαίσιο | τα | ραδιοκαίσια |
| γενική | του | ραδιοκαίσιου | των | ραδιοκαίσιων |
| αιτιατική | το | ραδιοκαίσιο | τα | ραδιοκαίσια |
| κλητική | ραδιοκαίσιο | ραδιοκαίσια | ||
| Συνήθως στον ενικό. | ||||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ραδιοκαίσιο < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
ραδιοκαίσιο ουδέτερο, μόνο στον ενικό
- (φυσική, χημεία) ραδιενεργό ισότοπο καισίου, θανατηφόρο πάνω από κάποιο όριο συγκέντρωσης
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.