ραδικόζουμο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ραδικόζουμο | τα | ραδικόζουμα |
| γενική | του | ραδικόζουμου | των | ραδικόζουμων |
| αιτιατική | το | ραδικόζουμο | τα | ραδικόζουμα |
| κλητική | ραδικόζουμο | ραδικόζουμα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
ραδικόζουμο
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.