ρέκβιεμ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈɾe.kvi.em/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ρέ‐κβι‐εμ
- ΔΦΑ : /ˈɾe.kʷi.eːm/ λατινικά
Ουσιαστικό
ρέκβιεμ ουδέτερο άκλιτο
- (χριστιανισμός) η νεκρώσιμη ακολουθία της καθολικής εκκλησίας
- (μουσική) είδος μουσικής σύνθεσης για ορχήστρα, χορωδία και σολιστικές φωνές για τη νεκρώσιμη ακολουθία με καθορισμένα τα ψαλτά μέρη της καθολικής ακολουθίας, συχνά και με πρόσθετους ύμνους, όλα στα λατινικά
- ↪ Η τελευταία σύνθεση του Μότσαρτ ήταν ένα μεγαλειώδες ρέκβιεμ, ημιτελές, καθώς τον πήρε ο θάνατος στα 35 του χρόνια.
- (μεταφορικά) η τελευταία περίοδος, το κλείσιμο μιας ενέργειας, ζωής ή προσπάθειας
Σημειώσεις
- requiem: η πρώτη λέξη μιας παραδοσιακής νεκρώσιμης ακολουθίας, που αρχίζει με τις λέξεις: Requiem aeternam dona eis, Domine, et lux perpetua luceat eis. (Ησυχία/Ανάπαυση αιώνια δώσ’ τους, Κύριε, κι ας τους φωτίζει αιώνιο φως.)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.