ρέβα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ρέβα οι ρέβες
      γενική της ρέβας των ρεβών
    αιτιατική τη ρέβα τις ρέβες
     κλητική ρέβα ρέβες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ρέβα < (άμεσο δάνειο) γαλλική rave < λατινική rapa, πληθυντικός αριθμός του rapum < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *rap (γογγύλι)

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈɾe.va/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ρέβα

Ουσιαστικό

ρέβα θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.