ραμφισμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | ραμφισμός | οι | ραμφισμοί |
| γενική | του | ραμφισμού | των | ραμφισμών |
| αιτιατική | τον | ραμφισμό | τους | ραμφισμούς |
| κλητική | ραμφισμέ | ραμφισμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ραμφισμός < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
ραμφισμός αρσενικό
- → δείτε τη λέξη ράμφισμα
- τσιμπολογώ με ράμφος
- (μεταφορικά) κεντρίζω
- (μεταφορικά) επικαλούμαι ιδέες του Στέλιου Ράμφου, υπερασπίζομαι παρωχημένες απόψεις ανασυνδιάζοντάς τες και ερμηνεύοντάς τες υποκειμενικά, στρεβλώνοντας τα πηγαία κείμενα που επικαλούμαι, ηθικολογικός νεοχριστιανισμός, συμβιβάζομαι με ιδέες του χθες - εξωραΐζοντάς τες επιφανειακά ή τεχνηέντως
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.