πύθωνας

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πύθωνας οι πύθωνες
      γενική του πύθωνα των πυθώνων
    αιτιατική τον πύθωνα τους πύθωνες
     κλητική πύθωνα πύθωνες
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πύθωνας < αρχαία ελληνική Πύθων

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈpi.θo.nas/

Ουσιαστικό

πύθωνας αρσενικό

  • (φίδι) είδος μη δηλητηριώδους φιδιού, που απαντά στην Ασία και την Αφρική και σκοτώνει τη λεία του σφίγγοντας την

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.