πόρεψη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | πόρεψη | οι | πορέψεις |
| γενική | της | πόρεψης | των | πορέψεων |
| αιτιατική | την | πόρεψη | τις | πορέψεις |
| κλητική | πόρεψη | πορέψεις | ||
| Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις. | ||||
| Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
πόρεψη θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του πορεύω
- (λαϊκότροπο) η εξασφάλιση των αναγκαίων για τη ζωή
- (λαϊκότροπο, κατ’ επέκταση) τα αναγκαία για τη ζωή
Μεταφράσεις
πόρεψη
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.