κανονιοστάσιο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κανονιοστάσιο τα κανονιοστάσια
      γενική του κανονιοστάσιου
& κανονιοστασίου
των κανονιοστάσιων
& κανονιοστασίων
    αιτιατική το κανονιοστάσιο τα κανονιοστάσια
     κλητική κανονιοστάσιο κανονιοστάσια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κανονιοστάσιο < κανόνι + -ο- + -στάσιο

Ουσιαστικό

κανονιοστάσιο ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.