κανονιοστάσιο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | κανονιοστάσιο | τα | κανονιοστάσια |
| γενική | του | κανονιοστάσιου & κανονιοστασίου |
των | κανονιοστάσιων & κανονιοστασίων |
| αιτιατική | το | κανονιοστάσιο | τα | κανονιοστάσια |
| κλητική | κανονιοστάσιο | κανονιοστάσια | ||
| Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
| Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
κανονιοστάσιο ουδέτερο
- (στρατιωτικός όρος) τόπος όπου βρίσκονται και από όπου βάλλουν κανόνια ή πυροβόλα, το πυροβολείο
Μεταφράσεις
κανονιοστάσιο
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.