πυρηνελαιουργείο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | πυρηνελαιουργείο | τα | πυρηνελαιουργεία |
| γενική | του | πυρηνελαιουργείου | των | πυρηνελαιουργείων |
| αιτιατική | το | πυρηνελαιουργείο | τα | πυρηνελαιουργεία |
| κλητική | πυρηνελαιουργείο | πυρηνελαιουργεία | ||
| Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πυρηνελαιουργείο < πυρήν(ας) + ελαιουργείο / πυρηνέλαι(ο) + -ουργείο
Ουσιαστικό
πυρηνελαιουργείο ουδέτερο
- εξειδικευμένη βιομηχανία (εργοστάσιο) επεξεργασίας πυρηνοπολτού (ή πυρηνόπιττας) συν της παραγωγής και διάθεσης πυρηνέλαιου
Ετυμολογία
Μεταφράσεις
πυρηνελαιουργείο
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.