πυρηνελαιουργεία

Νέα ελληνικά (el)

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

πυρηνελαιουργεία ουδέτερο

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του πυρηνελαιουργείο
  2. ο κλάδος ασβεστοκονιαμάτων
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.