πυρηνελαιουργία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πυρηνελαιουργία οι πυρηνελαιουργίες
      γενική της πυρηνελαιουργίας των πυρηνελαιουργιών
    αιτιατική την πυρηνελαιουργία τις πυρηνελαιουργίες
     κλητική πυρηνελαιουργία πυρηνελαιουργίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πυρηνελαιουργία < πυρηνέλαιο + -ουργία (< έργο)

Ουσιαστικό

πυρηνελαιουργία θηλυκό

  1. η επεξεργασία πυρηνοπολτού ή πυρηνόπιττας και η παραγωγή - διάθεση πυρηνέλαιου
  2. το πυρηνελαιουργείο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.