πυρεξία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | πυρεξία | οι | πυρεξίες |
| γενική | της | πυρεξίας | των | πυρεξιών |
| αιτιατική | την | πυρεξία | τις | πυρεξίες |
| κλητική | πυρεξία | πυρεξίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πυρεξία < → λείπει η ετυμολογία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.