πυργοποιΐα
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | πυργοποιΐᾱ | αἱ | πυργοποιΐαι | ||||
| γενική | τῆς | πυργοποιΐᾱς | τῶν | πυργοποιϊῶν | ||||
| δοτική | τῇ | πυργοποιΐᾳ | ταῖς | πυργοποιΐαις | ||||
| αιτιατική | τὴν | πυργοποιΐᾱν | τὰς | πυργοποιΐᾱς | ||||
| κλητική ὦ! | πυργοποιΐᾱ | πυργοποιΐαι | ||||||
| δυϊκός | ||||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πυργοποιΐᾱ | ||||||
| γεν-δοτ | τοῖν | πυργοποιΐαιν | ||||||
| 1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ετυμολογία
- πυργοποιΐα (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική πύργ(ος) + -ο- + -ποιΐα
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ⇒ μεσαιωνικά ελληνικά: πυργοποιία
Ουσιαστικό
πυργοποιΐα, -ας θηλυκό (ελληνιστική κοινή)
- το κτίσιμο πύργου (
- 3ος αιώνας πκε Φίλων ὁ Βυζάντιος (Philo Mechanicus), Βελοποιικά, 82.34) → χρειάζεται παράθεμα
- και γραφή πυργοποιία
Πηγές
- πυργοποιΐα, πυργοποιία - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.