πυργίτης
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|---|
| πυργῑτα- | |||||
| ονομαστική | ὁ | πυργίτης | οἱ | πυργῖται | |
| γενική | τοῦ | πυργίτου | τῶν | πυργιτῶν | |
| δοτική | τῷ | πυργίτῃ | τοῖς | πυργίταις | |
| αιτιατική | τὸν | πυργίτην | τοὺς | πυργίτᾱς | |
| κλητική ὦ! | πυργῖτᾰ | πυργῖται | |||
| δυϊκός | |||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πυργίτᾱ | |||
| γεν-δοτ | τοῖν | πυργίταιν | |||
| Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι μακρό. | |||||
| 1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'στρατιώτης' όπως «στρατιώτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | |||||
Πηγές
- πυργίτης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- πυργίτης - Bailly, Anatole (1935) Le Grand Bailly: Dictionnaire grec-français (Το Μεγάλο Μπαγί: Λεξικό [αρχαίας] ελληνικής-γαλλικής), Παρίσι: Hachette.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.