πυελοσκοπία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | πυελοσκοπία | οι | πυελοσκοπίες |
| γενική | της | πυελοσκοπίας | των | πυελοσκοπιών |
| αιτιατική | την | πυελοσκοπία | τις | πυελοσκοπίες |
| κλητική | πυελοσκοπία | πυελοσκοπίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πυελοσκοπία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική pyeloscopy + -ία < αρχαία ελληνική πῠ́ελος / πύᾰλος + σκοπέω
-
Pyeloscopy στην αγγλική Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
πυελοσκοπία
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.