πτηνοτροφικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | πτηνοτροφικός | η | πτηνοτροφική | το | πτηνοτροφικό |
| γενική | του | πτηνοτροφικού | της | πτηνοτροφικής | του | πτηνοτροφικού |
| αιτιατική | τον | πτηνοτροφικό | την | πτηνοτροφική | το | πτηνοτροφικό |
| κλητική | πτηνοτροφικέ | πτηνοτροφική | πτηνοτροφικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | πτηνοτροφικοί | οι | πτηνοτροφικές | τα | πτηνοτροφικά |
| γενική | των | πτηνοτροφικών | των | πτηνοτροφικών | των | πτηνοτροφικών |
| αιτιατική | τους | πτηνοτροφικούς | τις | πτηνοτροφικές | τα | πτηνοτροφικά |
| κλητική | πτηνοτροφικοί | πτηνοτροφικές | πτηνοτροφικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- πτηνοτροφικός < πτηνοτρόφος / πτηνοτροφία + -ικός
Μεταφράσεις
πτηνοτροφικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.