πτηνοπανίδα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πτηνοπανίδα οι πτηνοπανίδες
      γενική της πτηνοπανίδας των πτηνοπανίδων
    αιτιατική την πτηνοπανίδα τις πτηνοπανίδες
     κλητική πτηνοπανίδα πτηνοπανίδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πτηνοπανίδα < πτην(ό) + -ο- + πανίδα

Προφορά

ΔΦΑ : /pti.no.paˈni.ða/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πτηνοπανίδα

Ουσιαστικό

πτηνοπανίδα θηλυκό

Μεταφράσεις

Πηγές

  • πτηνοπανίδα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.