πτηνοπανίδα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | πτηνοπανίδα | οι | πτηνοπανίδες |
| γενική | της | πτηνοπανίδας | των | πτηνοπανίδων |
| αιτιατική | την | πτηνοπανίδα | τις | πτηνοπανίδες |
| κλητική | πτηνοπανίδα | πτηνοπανίδες | ||
| Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /pti.no.paˈni.ða/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πτη‐νο‐πα‐νί‐δα
Ουσιαστικό
πτηνοπανίδα θηλυκό
- (βιολογία, σπάνιο) η ορνιθοπανίδα
- ※ Σημειώνεται ότι οι δυσκολίες για την πτηνοπανίδα είναι μεγαλύτερες όταν παγώσει το χιόνι, καθώς γίνεται ακόμα δυσκολότερη η εξεύρεση τροφής στο δύσκολο περιβάλλον του βουνού.
- Κακοκαιρία «Ελπίδα»: Ρίψεις τροφών για τα ζώα στο όρος Αιγάλεω (26 Ιανουαρίου 2022), newsbomb.gr
- ※ Σημειώνεται ότι οι δυσκολίες για την πτηνοπανίδα είναι μεγαλύτερες όταν παγώσει το χιόνι, καθώς γίνεται ακόμα δυσκολότερη η εξεύρεση τροφής στο δύσκολο περιβάλλον του βουνού.
Μεταφράσεις
πτηνοπανίδα
|
→ δείτε τη λέξη ορνιθοπανίδα |
Πηγές
- πτηνοπανίδα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.