πτάξ
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | πτάξ | οἱ | πτάκες |
| γενική | τοῦ | πτακός | τῶν | πτακῶν |
| δοτική | τῷ | πτακῐ́ | τοῖς | πταξῐ́(ν) |
| αιτιατική | τὸν | πτάκᾰ | τοὺς | πτάκᾰς |
| κλητική ὦ! | πτάξ | πτάκες | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πτάκε | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | πτακοῖν | ||
| Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. | ||||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'φρίξ' όπως «φρίξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πτάξ < πτώσσω (κάνω κάποιον να ζαρώσει από φόβο)
Ουσιαστικό
πτάξ αρσενικό, γενική: πτακός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.