πτώξ

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

πτώξ < πτώσσω (κάνω κάποιον να ζαρώσει από φόβο)

Ουσιαστικό

πτώξ αρσενικό γενική: πτωκός

  1. εκείνος που ζαρώνει από φόβο, δειλία, ανημποριά, ο τρομαγμένος
  2. λαγός

συνώνυμες

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.