πρόνευσις
Νέα ελληνικά (el)
| καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | πρόνευσις | αἱ | προνεύσεις | ||||
| γενική | τῆς | προνεύσεως | τῶν | προνεύσεων | ||||
| δοτική | τῇ | προνεύσει | ταῖς | προνεύσεσι(ν) | ||||
| αιτιατική | τὴν | πρόνευσιν | τὰς | προνεύσεις | ||||
| κλητική ὦ! | πρόνευσι | προνεύσεις | ||||||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ετυμολογία
- πρόνευσις < αρχαία ελληνική προνεύ(ω) + -σις
Ουσιαστικό
πρόνευσις, -εως θηλυκό
- (καθαρεύουσα) πρόνευση, προνευστασμός, σκαμπανέβασμα
- ※ πρόνευσις-εως (ἡ) νεώτ. ναυτ. ἡ δι’ ὑπερεντάσεως τῶν προτόνων τῶν ἐπιστηλίων ἔγκλισις τῶν ἱστῶν πρὸς πρῷραν, ὅπως τὸ πλοῖον καταστῇ ὀλιγώτερον ὁρμητικόν, σκαμπανέβασμα.
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
- πρότονος: είδος σκοινιού ιστού
- ※ πρόνευσις-εως (ἡ) νεώτ. ναυτ. ἡ δι’ ὑπερεντάσεως τῶν προτόνων τῶν ἐπιστηλίων ἔγκλισις τῶν ἱστῶν πρὸς πρῷραν, ὅπως τὸ πλοῖον καταστῇ ὀλιγώτερον ὁρμητικόν, σκαμπανέβασμα.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.