πρόνευσις

Νέα ελληνικά (el)

καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση)
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική πρόνευσις αἱ προνεύσεις
      γενική τῆς προνεύσεως τῶν προνεύσεων
      δοτική τῇ προνεύσει ταῖς προνεύσεσι(ν)
    αιτιατική τὴν πρόνευσιν τὰς προνεύσεις
     κλητική ! πρόνευσι προνεύσεις
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πρόνευσις < αρχαία ελληνική προνεύ(ω) + -σις

Ουσιαστικό

πρόνευσις, -εως θηλυκό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.