πρόναυλος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πρόναυλος οι πρόναυλοι
      γενική του πρόναυλου
& προναύλου
των πρόναυλων
& προναύλων
    αιτιατική τον πρόναυλο τους πρόναυλους
& προναύλους
     κλητική πρόναυλε πρόναυλοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πρόναυλος < πρό- + ναύλος

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈpɾo.na.vlos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πρόναυλος

Ουσιαστικό

πρόναυλος αρσενικό

  1. (ναυτικός όρος) ο ναύλος, ή μέρος του, που προκαταβάλλεται
  2. προκαταβολή ναύλου

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.