πρόθεμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πρόθεμα τα προθέματα
      γενική του προθέματος των προθεμάτων
    αιτιατική το πρόθεμα τα προθέματα
     κλητική πρόθεμα προθέματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

  • απόδοση του αγγλικού prefix, από το πρόθημα προ- + θέμα < προτίθημι

Ουσιαστικό

πρόθεμα ουδέτερο

  • φωνήεν το οποίο προστίθεται στην αρχή λέξεων, όταν το θέμα αρχίζει από σύμφωνο ή από συμφωνικό σύμπλεγμα και δεν επιφέρει σημασιολογική μεταβολή στις λέξεις
αμείβω
αβδέλλα
ίσκιος
αδράχνω


    Μεταφράσεις

    This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.