πρωτοσύστατος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πρωτοσύστατος η πρωτοσύστατη το πρωτοσύστατο
      γενική του πρωτοσύστατου της πρωτοσύστατης του πρωτοσύστατου
    αιτιατική τον πρωτοσύστατο την πρωτοσύστατη το πρωτοσύστατο
     κλητική πρωτοσύστατε πρωτοσύστατη πρωτοσύστατο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πρωτοσύστατοι οι πρωτοσύστατες τα πρωτοσύστατα
      γενική των πρωτοσύστατων των πρωτοσύστατων των πρωτοσύστατων
    αιτιατική τους πρωτοσύστατους τις πρωτοσύστατες τα πρωτοσύστατα
     κλητική πρωτοσύστατοι πρωτοσύστατες πρωτοσύστατα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

πρωτοσύστατος < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο

πρωτοσύστατος, -η, -ο

  1. αυτός που μόλις συστάθηκε, ο νεοσύστατος
  2. αρχικός ή πρωτότυπος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.