πρωτοσύστατος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | πρωτοσύστατος | η | πρωτοσύστατη | το | πρωτοσύστατο |
| γενική | του | πρωτοσύστατου | της | πρωτοσύστατης | του | πρωτοσύστατου |
| αιτιατική | τον | πρωτοσύστατο | την | πρωτοσύστατη | το | πρωτοσύστατο |
| κλητική | πρωτοσύστατε | πρωτοσύστατη | πρωτοσύστατο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | πρωτοσύστατοι | οι | πρωτοσύστατες | τα | πρωτοσύστατα |
| γενική | των | πρωτοσύστατων | των | πρωτοσύστατων | των | πρωτοσύστατων |
| αιτιατική | τους | πρωτοσύστατους | τις | πρωτοσύστατες | τα | πρωτοσύστατα |
| κλητική | πρωτοσύστατοι | πρωτοσύστατες | πρωτοσύστατα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- πρωτοσύστατος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
πρωτοσύστατος, -η, -ο
- αυτός που μόλις συστάθηκε, ο νεοσύστατος
- αρχικός ή πρωτότυπος
Μεταφράσεις
πρωτοσύστατος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.