πρωτοξάδερφος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πρωτοξάδερφος οι πρωτοξάδερφοι
      γενική του πρωτοξαδέρφου
& πρωτοξάδερφου
των πρωτοξαδέρφων
    αιτιατική τον πρωτοξάδερφο τους πρωτοξαδέρφους
& πρωτοξάδερφους
     κλητική πρωτοξάδερφε πρωτοξάδερφοι
Κατηγορία όπως «δάσκαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πρωτοξάδερφος < μεσαιωνική ελληνική πρωτεξάδελφος[1] < αρχαία ελληνική πρῶτος + ελληνιστική κοινή ἐξάδελφος < αρχαία ελληνική ἀδελφός

Ουσιαστικό

πρωτοξάδερφος αρσενικό

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. πρωτεξάδελφος - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.