πρωτογνώριστος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πρωτογνώριστος η πρωτογνώριστη το πρωτογνώριστο
      γενική του πρωτογνώριστου της πρωτογνώριστης του πρωτογνώριστου
    αιτιατική τον πρωτογνώριστο την πρωτογνώριστη το πρωτογνώριστο
     κλητική πρωτογνώριστε πρωτογνώριστη πρωτογνώριστο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πρωτογνώριστοι οι πρωτογνώριστες τα πρωτογνώριστα
      γενική των πρωτογνώριστων των πρωτογνώριστων των πρωτογνώριστων
    αιτιατική τους πρωτογνώριστους τις πρωτογνώριστες τα πρωτογνώριστα
     κλητική πρωτογνώριστοι πρωτογνώριστες πρωτογνώριστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

πρωτογνώριστος < πρωτογνωρίζω

Επίθετο

πρωτογνώριστος, -η, -ο

Συγγενικά

 δείτε τη λέξη  πρωτογνωρίζω

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.