πρωτεΐνωμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | πρωτεΐνωμα | τα | πρωτεϊνώματα |
| γενική | του | πρωτεϊνώματος | των | πρωτεϊνωμάτων |
| αιτιατική | το | πρωτεΐνωμα | τα | πρωτεϊνώματα |
| κλητική | πρωτεΐνωμα | πρωτεϊνώματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
πρωτεΐνωμα ουδέτερο
Συγγενικά
- πρωτεϊνωματική
- πρωτεϊνωμική
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.