πρωτεΐνωμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πρωτεΐνωμα τα πρωτεϊνώματα
      γενική του πρωτεϊνώματος των πρωτεϊνωμάτων
    αιτιατική το πρωτεΐνωμα τα πρωτεϊνώματα
     κλητική πρωτεΐνωμα πρωτεϊνώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πρωτεΐνωμα < αγγλική proteome < protein + genome

Ουσιαστικό

πρωτεΐνωμα ουδέτερο

  • (νεολογισμός) (βιολογία) (γενετική) το σύνολο των πρωτεϊνών που δημιουργούνται από κάποιο γονιδίωμα
    Η μελέτη του «πρωτεώματος» (κατ΄αναλογία με το γονιδίωμα) είναι πολύ πιο δύσκολη από την απλή ανάγνωση των γενετικών πληροφοριών, καθώς οι πρωτεΐνες παρουσιάζουν μεγάλη ποικιλία σχημάτων και λειτουργιών, και επιπλέον εντοπίζονται σε συγκεκριμένους ιστούς του σώματος και όχι σε όλους. (*)

Συγγενικά

  • πρωτεϊνωματική
  • πρωτεϊνωμική

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.