προϋπηρεσιακός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | προϋπηρεσιακός | η | προϋπηρεσιακή | το | προϋπηρεσιακό |
| γενική | του | προϋπηρεσιακού | της | προϋπηρεσιακής | του | προϋπηρεσιακού |
| αιτιατική | τον | προϋπηρεσιακό | την | προϋπηρεσιακή | το | προϋπηρεσιακό |
| κλητική | προϋπηρεσιακέ | προϋπηρεσιακή | προϋπηρεσιακό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | προϋπηρεσιακοί | οι | προϋπηρεσιακές | τα | προϋπηρεσιακά |
| γενική | των | προϋπηρεσιακών | των | προϋπηρεσιακών | των | προϋπηρεσιακών |
| αιτιατική | τους | προϋπηρεσιακούς | τις | προϋπηρεσιακές | τα | προϋπηρεσιακά |
| κλητική | προϋπηρεσιακοί | προϋπηρεσιακές | προϋπηρεσιακά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- προϋπηρεσιακός < προϋπηρεσία + -ακός
Μεταφράσεις
προϋπηρεσιακός
|
|
Πηγές
- προϋπηρεσιακός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.