προψεσινός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο προψεσινός η προψεσινή το προψεσινό
      γενική του προψεσινού της προψεσινής του προψεσινού
    αιτιατική τον προψεσινό την προψεσινή το προψεσινό
     κλητική προψεσινέ προψεσινή προψεσινό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι προψεσινοί οι προψεσινές τα προψεσινά
      γενική των προψεσινών των προψεσινών των προψεσινών
    αιτιατική τους προψεσινούς τις προψεσινές τα προψεσινά
     κλητική προψεσινοί προψεσινές προψεσινά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

προψεσινός < προψές + -ινός

Επίθετο

προψεσινός

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.