προφορικότητα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η προφορικότητα οι προφορικότητες
      γενική της προφορικότητας των προφορικοτήτων
    αιτιατική την προφορικότητα τις προφορικότητες
     κλητική προφορικότητα προφορικότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

προφορικότητα < προφορικός + -ότητα

Ουσιαστικό

προφορικότητα θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.