προσφυγικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο προσφυγικός η προσφυγική το προσφυγικό
      γενική του προσφυγικού της προσφυγικής του προσφυγικού
    αιτιατική τον προσφυγικό την προσφυγική το προσφυγικό
     κλητική προσφυγικέ προσφυγική προσφυγικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι προσφυγικοί οι προσφυγικές τα προσφυγικά
      γενική των προσφυγικών των προσφυγικών των προσφυγικών
    αιτιατική τους προσφυγικούς τις προσφυγικές τα προσφυγικά
     κλητική προσφυγικοί προσφυγικές προσφυγικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

προσφυγικός < πρόσφυγ(ας) + -ικός

Επίθετο

προσφυγικός, -ή, -ό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.