προστυχάντζα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η προστυχάντζα οι προστυχάντζες
      γενική της προστυχάντζας
    αιτιατική την προστυχάντζα τις προστυχάντζες
     κλητική προστυχάντζα προστυχάντζες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

προστυχάντζα < πρόστυχος + -άντζα

Ουσιαστικό

προστυχάντζα θηλυκό

  • (λαϊκότροπο) ο πρόστυχος, χυδαίος άνθρωπος ή πρόστυχο πράγμα
      Ἀκρόπολη–ἀνάκτορο τῆς ἁγνῆς θεᾶς πού ἡ σύγχρονη ἑλληνική προστυχάντζα χρόνια τώρα προσπαθεῖ νά μετατρέψει σέ βιλίτσα τοῦ Ψυχικοῦ ἤ τῆς Φιλοθέης…, Παπαγεωργίου-Βενετάς Αλέξανδρος (1999) Αθηνών Αγλάϊσμα, Ερμής, σελ. 137
      …Ο Βλάσης δεν άντεξε και του την πέταξε την προστυχάντζα: «Μωρέ, τα μάτια σου τα ρίχνεις, μα κάτι ακόμα πρέπει να ρίξεις». Γιαννακοπούλου Ντόρα (2011) Πεθαίνω για σένα, Εκδόσεις Καστανιώτη

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.