προστατόρροια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | προστατόρροια | οι | προστατόρροιες |
| γενική | της | προστατόρροιας | των | προστατορροιών |
| αιτιατική | την | προστατόρροια | τις | προστατόρροιες |
| κλητική | προστατόρροια | προστατόρροιες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- προστατόρροια < προστάτ(ης) + -ο- + -ρροια • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
προστατόρροια θηλυκό
- (ιατρική) εκροή βλεννώδους υγρού από την ουρήθρα το οποίο προέρχεται από τον προστάτη
Μεταφράσεις
προστατόρροια
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.