προσροφητής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο προσροφητής οι προσροφητές
      γενική του προσροφητή των προσροφητών
    αιτιατική τον προσροφητή τους προσροφητές
     κλητική προσροφητή προσροφητές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

προσροφητής < προσροφώ, προσροφη- + -τής

Ουσιαστικό

προσροφητής αρσενικό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.