προσροφητής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | προσροφητής | οι | προσροφητές |
| γενική | του | προσροφητή | των | προσροφητών |
| αιτιατική | τον | προσροφητή | τους | προσροφητές |
| κλητική | προσροφητή | προσροφητές | ||
| Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
προσροφητής αρσενικό
Μεταφράσεις
προσροφητής
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.