προσορμισμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | προσορμισμός | οι | προσορμισμοί |
| γενική | του | προσορμισμού | των | προσορμισμών |
| αιτιατική | τον | προσορμισμό | τους | προσορμισμούς |
| κλητική | προσορμισμέ | προσορμισμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- προσορμισμός < ελληνιστική κοινή προσορμισμός[1] < αρχαία ελληνική προσορμίζομαι
Μεταφράσεις
προσορμισμός
|
Πηγές
- προσορμισμός - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
- προσορμισμός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.