προσκυνήτρια

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η προσκυνήτρια οι προσκυνήτριες
      γενική της προσκυνήτριας των προσκυνητριών
    αιτιατική την προσκυνήτρια τις προσκυνήτριες
     κλητική προσκυνήτρια προσκυνήτριες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

προσκυνήτρια (μαρτυρείται από το 1894)[1]< προσκυνητής + -τρια

Ουσιαστικό

προσκυνήτρια θηλυκό

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. σελ. 856, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.