προσκυνήτρα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η προσκυνήτρα οι προσκυνήτρες
      γενική της προσκυνήτρας
    αιτιατική την προσκυνήτρα τις προσκυνήτρες
     κλητική προσκυνήτρα προσκυνήτρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

προσκυνήτρα < προσκυνητής + κατάληξη θηλυκού -τρα

Ουσιαστικό

προσκυνήτρα θηλυκό

 δείτε τη λέξη προσκυνητής

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.