προσιδιάζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

προσιδιάζω < (λόγιο), προσ- + ελληνιστική κοινή ἰδιάζω (είμαι ιδιόμορφος)[1][2]

Προφορά

ΔΦΑ : /pɾo.si.ðiˈa.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: προσιδιάζω
παλιότερος συλλαβισμός: προσιδιάζω

Ρήμα

προσιδιάζω, πρτ.: προσιδίαζα, συνήθως, στον ενεστώτα και παρατατικό, συχνά στο γ' πρόσωπο

  1. ταιριάζω, έχω ομοιότητες
  2. κάτι που είναι αναγκαίο και προσήκει ηθικά
  3. αποτελώ χαρακτηριστικό γνώρισμα

Συνώνυμα

Συγγενικά

  • προσιδιάζων

Κλίση

  • λείπει η κλίση

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. προσιδιάζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.