ιδιάζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ιδιάζω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
ιδιάζω, μτχ. ενεστ. ιδιάζων
- αποτελώ ίδιον, ιδιαίτερο χαρακτηριστικό ενός πράγματος
- Παρέλειψε όμως να μελοποιήσει εκτός ελαχίστων σημείων, τα χορικά, όπως ιδιάζει στο κλασσικό αρχαίο θέατρο, όπου η μουσική λόγω της διονυσιακής της προελεύσεως, έπαιζε σημαντικότατο, ουσιαστικά, ρόλο. (Ν.Π. Βεργωτής, εφημερίδα "Αθηναϊκή", 14-08-1951)
- Η καταστροφή αυτή που είναι ακόµη στην αρχή (το πλουτώνιο που χύ θηκε στον ωκεανό έχει διάρκεια ζωής που µετριέται σε χιλιάδες χρόνια) δεν έχει καµιά σχέση µε τις επίσης πυρηνικές καταστροφές στη Χιροσίµα και το Ναγκασάκι, στον βαθµό που αυτές οι τελευταίες εντάσσονται σε µια «κατάσταση εξαίρεσης» που ιδιάζει στους σύγχρονους πολέµους: η αναστολή του καθεστώτος του τακτικού δικαίου επέτρεπε εκεί να σκοτώνεις χωρίς να διαπράττεις έγκληµα. (από την εφημερίδα "Τα Νέα, 26 Απριλίου 2011)
Μεταφράσεις
ιδιάζω
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.