συνάδει

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

συνάδει < αρχαία ελληνική συνᾴδει < συνᾴδω < σὺν + ᾄδω

Προφορά

ΔΦΑ : /siˈna.ði/

Ρήμα

συνάδει (τριτοπρόσωπο ρήμα)

  • (λόγιο, απρόσωπο ρήμα) κάτι αρμόζει, ταιριάζει, συμφωνεί με κάτι άλλο
    αυτού του είδους η συμπεριφορά δε συνάδει με τις πεποιθήσεις μου

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.