προσεισμικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | προσεισμικός | η | προσεισμική | το | προσεισμικό |
| γενική | του | προσεισμικού | της | προσεισμικής | του | προσεισμικού |
| αιτιατική | τον | προσεισμικό | την | προσεισμική | το | προσεισμικό |
| κλητική | προσεισμικέ | προσεισμική | προσεισμικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | προσεισμικοί | οι | προσεισμικές | τα | προσεισμικά |
| γενική | των | προσεισμικών | των | προσεισμικών | των | προσεισμικών |
| αιτιατική | τους | προσεισμικούς | τις | προσεισμικές | τα | προσεισμικά |
| κλητική | προσεισμικοί | προσεισμικές | προσεισμικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- προσεισμικός < προσεισμός + -ικός
Αντώνυμα
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις προσεισμός και σεισμός
Μεταφράσεις
προσεισμικός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.