toward

Αγγλικά (en)

Ετυμολογία

toward < to + -ward

Πρόθεση

toward (en) (αμερικανικά αγγλικά) & towards (βρετανικά αγγλικά)

  1. προς, προς το μέρος, προς την κατεύθυνση κάποιου ή κάτι
    I am looking toward the sea/the sky.
    Βλέπω προς τη θάλασσα/τον ουρανό.
    They were pointing toward us.
    Έδειχνα προς το μέρος μας.
    Turn toward the right!
    Στρίψε προς τα δεξιά!
    I am heading toward Athens.
    Κατευθύνομαι προς την Αθήνα.
     συνώνυμα:  at και to
  2. προς, κοντά, πλησιάζοντας σε ένα χρονικό σημείο
    toward the end of the war - προς το τέλος του πολέμου
    Towards noon it began raining.
    Κοντά μεσημέρι άρχισε να βρέχει.
  3. προς, απέναντι σε, δηλώνει σχέση
    his attitude toward me - η στάση προς εμένα
    You can easily see the hostility of the residents toward the tourists.
    Εύκολα διέκρινες την εχθρική διάθεση των κατοίκων απέναντι στους τουρίστες.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.