πρόπυλο
Νέα ελληνικά (el)
Ουσιαστικό
πρόπυλο ουδέτερο
- αρχιτεκτονικός όρος που αφορά την είσοδο ναού ή κτιριακού συγκροτήματος
- προπύλαια
- ερευνήθηκε ο χώρος 24 του μνημειακού Προπύλου του ανακτορικού συγκροτήματος [1]
Μεταφράσεις
πρόπυλο
|
|
- Αρχαιολογικόν δελτίον, τομ. 63, Υπουργείο Πολιτισμού, 2008, σελ. 752
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.