προξενιά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η προξενιά οι προξενιές
      γενική της προξενιάς των προξενιών
    αιτιατική την προξενιά τις προξενιές
     κλητική προξενιά προξενιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

προξενιά < αρχαία ελληνική προξενία

Ουσιαστικό

προξενιά θηλυκό

  1. το προξενιό

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

προξενιά ουδέτερο

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του προξενιό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.