προξενία

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

προξενία < πρόξενος

Ουσιαστικό

προξενία θηλυκό

  1. η επίσημη πράξη ή συνθήκη με την οποία ανακηρύσσεται η φιλική σχέση μεταξύ ενός κράτους και ενός ξένου
  2. η ιδιότητα ή τα προνόμια του προξένου
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.