προξενείο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το προξενείο τα προξενεία
      γενική του προξενείου των προξενείων
    αιτιατική το προξενείο τα προξενεία
     κλητική προξενείο προξενεία
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

προξενείο < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

προξενείο ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.