προμακέτα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | προμακέτα | οι | προμακέτες |
| γενική | της | προμακέτας | των | προμακετών |
| αιτιατική | την | προμακέτα | τις | προμακέτες |
| κλητική | προμακέτα | προμακέτες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
προμακέτα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.